σκορδαλός

σκορδαλός
ο, ΝΜ, και σκορδαλιός και σκορδιαλός και ασκορδαλός Ν
το πτηνό κορυδαλλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κορυδαλ(λ)ός, με ανάπτυξη προθετικού σ- και συγκοπή τού -υ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκορδαλός — σκορδαλός, ο και σκορδιαλός, ο και ασκορδαλός, ο το πουλί κορυδαλλός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Thanassis Skordalos — Infobox Musical artist Name = Thanassis Skordalos el. Θανάσης Σκορδαλός Img capt = Img size = 150 Background = composer Birth name = Alias = Born = birth date|1920|12|10 Origin = flagicon|GRE Crete, Greece Died = death date and… …   Wikipedia

  • σκοροδίζω — Α 1. (ιδίως σχετικά με κοκόρια πριν από κοκορομαχία) ταΐζω με σκόρδο 2. καρυκεύω με σκόρδο 3. μτφ. κάνω κάποιον να θυμώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον. Η μτφ. σημ. τού ρ. «κάνω κάποιον να θυμώσει» οφείλεται στο ότι έδιναν στα κοκόρια σκόρδο πριν από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”